Της Μarta Silvia Dios Sanz,
Είχαμε δώσει ραντεβού στις 12 το μεσημέρι.
Πήρα τη Λεωφόρο Κιντάνα, έναν από τους πιο ωραίους δρόμους του Μπουένος Αϊρες, στην καρδιά της κομψής συνοικίας της Ρεκολέτα. Κάνει πολύ κρύο.
Ενα νεαρό ζευγάρι διέσχισε τον δρόμο και βρέθηκε να περπατάει μπροστά μου. Πιθανόν ήταν τουρίστες. Κρατούσαν ένα χάρτινο κουτάκι και κουβεντιάζανε με κέφι.
Από μακριά φάνηκε ένας από τους πολυάριθμους και ταλαίπωρους άστεγους που κοιμούνται στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες. Το ζευγάρι τον προσπέρασε.
Ο νεαρός όμως φάνηκε λίγο σκεπτικός. Στο τέλος σταμάτησε, είπε κάτι στο αυτί της κοπέλας του και γύρισε πίσω. Πλησίασε τον άστεγο να του προσφέρει το χάρτινο κουτί. Υστερα ο νεαρός γύρισε στην κοπέλα, την αγκάλιασε σφιχτά και χάθηκαν μέσα στο πλήθος.
Ο άστεγος άνοιξε αμέσως το κουτί και με μια δαγκωματιά έφαγε το μισό. Πεινούσε. Και πολύ μάλιστα. Είχα καιρό να δω στην Αργεντινή τη «δαγκωματιά της πείνας».
Άθελά μου σκέφτηκα τον Γιάννη Αγιάννη του Βικτόρ Ουγκό…
Προτού ξημερώσει, ο Γιάννης Αγιάννης εξύπνησε. […] Τα νιάτα του φτωχού σπαταλιούνταν έτσι σε δουλειές βαριές που πληρώνονταν άσχημα. Δεν ακούστηκε ποτέ να ‘χε πιάσει στον τόπο καμιά φιλενάδα. Δεν είχε καιρό να φροντίσει γι’ αυτό. Κάθε βράδυ ερχότανε στο σπίτι κουρασμένος κι έτρωγε τη σούπα του χωρίς να λέει λέξη. […] Να ένας οικτρός σωρός ψυχών, που τον εκύκλωσε λίγο λίγο η φτώχεια και τον έσφιξε. […] Ηρθε και μια βαρυχειμωνιά. Ο Γιάννης έχασε κάθε δουλειά, η οικογένεια στερήθηκε και το ψωμάκι. Εμεινε νηστική κυριολεκτικώς. Εφτά παιδιά! Ητανε βράδυ Κυριακής, όταν ο ψωμάς που ήτανε στην πλατεία της εκκλησίας, στη Φαβερόλ, ετοιμαζότανε να πέσει να κοιμηθεί. Ακούει δυνατό χτύπημα στα τζάμια της βιτρίνας του μαγαζιού του, που προφυλαγότανε από ένα δίχτυ συρμάτινο. Τρέχει να ιδεί τι έγινε και το μάτι του προφταίνει ένα χέρι που, αφού είχε σπάσει με δυνατή γροθιά και σύρματα και τζάμια, άρπαξε ένα ψωμί. Τρέχει αμέσως έξω ο ψωμάς, βλέπει τον κλέφτη που ‘φευγε τρεχάλα. Τον κυνηγάει, τον πιάνει. Ο κλέφτης είχε ρίξει κάτω το ψωμί, μα το χέρι του ήταν ακόμη καταματωμένο. […] Αυτό στα 1795.
Και ο Γιάννης Αγιάννης ζει ξανά στο Μπουένος Αϊρες το 2018. Προχώρησα να πάρω το λεωφορείο στην κεντρική λεωφόρο Λιμπερταντόρ. Και τι βλέπω. Ενα παιδί 9 ετών περίπου να κοιμάται χάμω στο πεζοδρόμιο χωρίς καν να έχει έστω και μια κουρελιασμένη κουβέρτα επάνω του.
Οι άνθρωποι που περνούσαν βιαστικά από μπροστά του δεν αντιλαμβάνονταν το τραγικό γεγονός ενός παιδιού καταδικασμένου σε θάνατο από την κοινωνία.
Σε τούτη την περίπτωση όμως η καταδίκη γίνεται αθόρυβα, αφήνοντας τον «ένοχο» να αγωνιά να ζει μια μέρα παραπάνω γιατί δεν έχει την πολυτέλεια της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον.
Και τότε κατάλαβα εις βάθος την ηθική προέκταση της λέξης «δημοσιογράφος», πράγμα που δεν γίνεται αντιληπτό στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (journalist, journaliste, giornalista, periodista). Είναι ο γράφων του δημόσιου βίου.
Αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα: Τι είναι ο δημόσιος βίος; Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι είναι αυτό που όλοι ονομάζουμε πραγματικότητα ή επικαιρότητα.
Καταλαβαίνει κανείς τότε ότι το να γράφεις ή να μη γράφεις για ένα θέμα είναι μια επιλογή στην οποία συγκλίνουν διάφοροι παράγοντες.
Έφτασα στη συνοικία Λα Μπόκα. Εκεί βρίσκεται το Νησί Μασιέλ, μια πολύ φτωχή περιοχή, όπου κατοικεί ο ιερέας Φραγκίσκος Ολβέιρα, ένας από τους σφοδρότερους αντιφρονούντες της σημερινής κυβέρνησης του Μαουρίσιο Μάκρι.
Ο Φραγκίσκος γεννήθηκε στη Μάλαγα. Χειροτονήθηκε ιερέας στα 22 του χρόνια και αποφάσισε να μετακομίσει στη Λατινική Αμερική γιατί ήθελε να ζει με τους φτωχούς και να δώσει μάχη για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαών.
Ήρθε στο Μπουένος Αϊρες πριν από τριάντα χρόνια. Επέλεξε πάντα δύσκολες και επικίνδυνες περιοχές (villas miserias) όπου η πείνα είναι κοινό νόμισμα και η αστυνομία δεν τολμάει να μπει μέσα.
Μιλήσαμε για όλα τα έργα που κατάφερε να πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας επί της κυβέρνησης των Νέστορ και Κριστίνα Κίρχνερ.
Μου έλεγε μάλιστα ότι ενώ το 2014 δεν υπήρχε ούτε ένα άτομο στο συσσίτιο της Εκκλησίας, σήμερα δυστυχώς τρώνε 500 άτομα κάθε βράδυ στο κοινωνικό κέντρο που διευθύνει ο ίδιος μαζί με εξαίρετους συνεργάτες που δουλεύουν εθελοντικά εδώ και χρόνια. Έρχονται, μου διηγείται, με απελπισία και αγανάκτηση συνάμα, γιατί παλιά είχαν δουλειά, είχαν κερδίσει ξανά το δικαίωμα να ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά τους.
Ο Φραγκίσκος κάνει μια παύση. Χτυπάνε στην πόρτα του ταπεινού σπιτιού του. Εμφανίζεται ένας εργάτης περίπου 50 ετών. «Πάτερ, χρειάζομαι δουλειά. Δεν μπορώ να στείλω πια το παιδί μου στο σχολείο. Κοιμάται πάνω στο θρανίο γιατί πεινάει».
Θυμήθηκα τη μεγάλη διαδήλωση που έγινε στην πλατεία της Βουλής της Αργεντινής τον Απρίλιο του 2018. Η Συντεχνία Αρτοποιών του Μπουένος Αϊρες κατέκλυσε την ιστορική πλατεία.
Από πολύ νωρίς οι αρτοποιοί μοίραζαν 5.000 κιλά ψωμί σε σακούλες του μισού κιλού σε εκατοντάδες ανθρώπους –μεταξύ των οποίων υπήρχαν πάρα πολλοί ηλικιωμένοι και συνταξιούχοι- που σχημάτιζαν υπομονετικά ατέλειωτες ουρές για να πάρουν μια σακούλα ψωμί.
Ο κυριότερος λόγος ήταν η εξωφρενική αύξηση της τιμής του αλευριού, πέρα από τις αυξήσεις των τιμών που σημειώνονται καθημερινά στα βασικά καταναλωτικά αγαθά και τις υπηρεσίες. Ο λαός της Αργεντινής πεινάει.
Αφού έφυγε ο απελπισμένος εργάτης, ο Φραγκίσκος λέει, με τα μάτια καρφωμένα σ’ έναν ξύλινο Εσταυρωμένο που του χάρισαν οι γηγενείς της Κολομβίας, ότι σε κάθε σπίτι που οι άνθρωποι δεν έχουν να φάνε βλέπει τον Χριστό να ξανασταυρώνεται και τονίζει: «Ένας ιερέας που περιορίζεται μόνο στα θρησκευτικά του καθήκοντα είναι κάτι που δεν έχει νόημα. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου, ως ολότητα. Άρα, δεν μπορώ να ευλογώ την ψυχή ενός ανθρώπου που πεθαίνει από την πείνα. Αυτό είναι εναντίον της αξιοπρέπειας του ανθρώπου».
Συνεχίζουμε να κουβεντιάζουμε για πολλή ώρα, για πολλά θέματα… Χαίρομαι που υπάρχουν άνθρωποι σαν τον ιερέα Φραγκίσκο Ολβέιρα σε τούτη τη Γη. Χαίρομαι να βλέπω ανθρώπους να κατεβαίνουν στους δρόμους, να μαζεύονται σε κοινωνικά κέντρα, να κινητοποιούνται παρά την έλλειψη δουλειάς, την πείνα που τους πολιορκεί σαν λιμασμένο φάντασμα.
Παρά τη βίαιη καταστολή της αστυνομίας, παρά τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας, ο λαός της Αργεντινής αντιστέκεται.
Αργά το απόγευμα, καθώς διέσχιζα τη γέφυρα που συνδέει το Νησί Μασιέλ με τη Λα Μπόκα σκέφτηκα τον Αλμπερτ Καμί.
Όταν έφτασα σπίτι άνοιξα ένα βιβλίο που είχα πάρει μαζί μου από την Ελλάδα. Θεωρώ πως το συγκεκριμένο απόσπασμα συνοψίζει όλα όσα έχω ζήσει σήμερα.
Τι είναι ο επαναστατημένος άνθρωπος; Ένας άνθρωπος που λέει όχι. Μα το ότι αρνείται, δεν σημαίνει ότι παραιτείται: είναι, επίσης, ένας άνθρωπος που λέει ναι, από την πρώτη του κιόλας κίνηση.
Ένας σκλάβος, που σε όλη του τη ζωή δεχόταν διαταγές, κρίνει ξαφνικά απαράδεχτη μια νέα προσταγή. tvxs.gr